κέραμοι

κέραμοι
κέραμος
potter's earth
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κέραμοι — Κέραμος potter s earth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • щепа — щепка, щепать, щепить, также в знач. прививать , укр. щепа черенок для прививки , щепити прививать , блр. щепаць расщеплять, колоть , др. русск. щепа, хорв. оštераk стружка , словен. ščèр, род. п. ščeра щепка , ščeрǝk осколок , ščерiса – то же,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης …   Dictionary of Greek

  • μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • σκοίπος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων, ἐφ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* (πρβλ. σκιά: σκοιός)] …   Dictionary of Greek

  • Βελχανός — Προσωνυμία του Δία στην Κρήτη. Λείψανα ιερού της λατρείας του βρέθηκαν στα ερείπια της μινωικής έπαυλης της Αγίας Τριάδας, στον νομό Ηρακλείου, κοντά στη Φαιστό. Στο νότιο μέρος του ιερού βρέθηκαν πολλά αφιερώματα και γύρω από τον βωμό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”